Αρκετά χρόνια φιλίας μας συνδέουν με τον Τριαντάφυλλο Σερμέτη, μετά την γνωριμία μας μέσω του διαδικτύου και του συνδικαλισμού. Νιώθω ιδιαίτερη τιμή που με κάλεσε να πω δυο λόγια στην παρουσίαση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Μύχιες Παύσεις».
Ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης με το έργο αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα που έχω γι΄αυτόν ως προσωπικότητα. Δεν είναι μόνο μόνο αγωνιστής, δεν είναι μόνο ανέγγιχτος από τη σήψη του καιρού μας αλλά είναι και βαθιά ανήσυχος, αφού λειτουργεί αντανακλαστικά στις αισθήσεις, τις παραισθήσεις και τα οράματα. Θέλοντας να εκφράσει την αγωνία του για τον κόσμο, επιζητώντας το φως, τη λύτρωση και τον έρωτα του προσώπου βιώνει «το ποιητικό γίγνεσθαι», δεν το αποκρύπτει, ούτε το επιδεικνύει. Τα ποιήματά του είναι ένα «άνοιγμα» του κλειδωμένου κόσμου με ένα κλειδί δικό του, έναν τρόπο ιδιαίτερο και ουσιαστικό. Ξεκινώντας κάποιος να διαβάσει τα ποιήματα του Τριαντάφυλλου Σερμέτη ανακαλύπτει έναν κόσμο, όπου η σιωπή είναι μύχια αλλά μπορεί να καταγραφεί και η ζωή να ξεκλειδωθεί, με ευγένεια και πνευματική ευπρέπεια, όπου κάθε αποκάλυψη είναι σαν ένα αργό βύθισμα στον εαυτό μας.
Η γλώσσα του είναι απλή, μιλάει πολύ απλά, σαν παιδί, όπως ταιριάζει σε ποιητή, γιατί ακόμη και τα ακατανόητα, όταν είναι ειπωμένα από παιδί, είναι στην πιο αυθεντική γλώσσα, τη γλώσσα εκείνη που έχουμε ξεχάσει μεγαλώνοντας…
Στo I μέρος του έργου του ξεκινά με το «Άρρητο», το ανείπωτο , το χείμαρρο των λέξεων που κατακλύζουν τον ποιητή και τον καλούν να δώσει ύλη στο πνεύμα, να κάνει τη σκέψη αποτύπωμα και να περιγράψει την ομορφιά του απερίγραπτου. Πως όμως; Φοβάται, αρνείται ο ποιητής , μη χαθεί η ομορφιά της σκέψης από τη σμίλη του χειρόγραφου. Είναι η ανησυχία, «η καλή ανησυχία» που λέμε και θεολογώντας, εκείνη του κάθε ποιητή, που βασανιστικά σκαλίζει «τη γλώσσα την ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» κατά τον Ελύτη. Τα ποιήματά του εδώ φέρουν τίτλους συναισθημάτων «νοσταλγία, θρήνος, θλίψη, ανάγκη, αμαρτία, φόβος», μύχιες σκέψεις που συγκλονίζουν, ανησυχούν , προβληματίζουν και βασανίζουν. Αλλά με « Το βραδινό ταξίδι» αφήνονται σε μακρινές διαδρομές, σε ευθείες εραστών, στις κόκκινες πλατείες της επανάστασης, ζητώντας Ανάσταση, μακριά από εξουσίες, αποζητώντας τη ζωή στα θεϊκά στολίδια.
Μήνυμα λοιπόν ελπίδας και λύτρωσης παρακάτω με «Τα Λευκά Αποτυπώματα» στου χιονιού τους έρωτες, στην αγνότητα των νιφάδων που καλούνται να σκεπάσουν κάθε ίχνος χωρισμών, κάθε σκοτούρα και μαύρη εμπειρία, που πλακώνει τον άνθρωπο. Μίσχος, εύφορα άνθη, αρώματα και «μυστικοί σπόροι φυτρώνουν» και οδηγούν στα βλέμματα της ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που πάντοτε υπάρχει κρυμμένη και μας καλεί να την ανακαλύψουμε.
Στο ΙΙ μέρος ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης περνά από τα γήινα και τα φυσικά, στα ουράνια και τα υπερφυσικά, εκεί στον «άπειρο Ληξίαρχο», στο «άδειο σύμπαν» και στην «αχρονία της αβύσσου». Ταξιδεύει από το υπαρκτό, στο ενορατικό, από το γήινο, στο υπερβατικό, από το «οράν» στο «καθοράν». Αποζητά το γαλάζιο φως της θάλασσας. Αποζητά τους ανείπωτους έρωτες , μέσα στις νιφάδες του χιονιού και τις ξεθωριασμένες μνήμες, στην «πλάνη του φωτός». Ένδοξοι έρωτες σαν «άκαυστη φλόγα» μπερδεμένοι με την «πλάνη του φωτός» σε μια «χαμένη γη». Αποζητά την ελπίδα, το χαμένο φως της Έκλειψης, το λαμπύρισμα στις θλίψεις του κόσμου. Έναν έρωτα ψάχνει που έσβησε αλλά έμεινε στη γη της Αθανασίας και την πότισε για πάντα.
Αντίπαλον δέος είναι μόνο το «Μηδέν», οι «μαύρες ψυχές» που κρύβονται πίσω από ψηλά κάστρα και περιφρουρούν βασίλεια και εξουσίες. Τα τείχη αυτά όμως δεν είναι άπαρτα! Έχουν σχισμές που τις διαπερνά η αύρα του καλοκαιριού. Οι μαύρες ψυχές είναι εκείνες που ζουν μόνο για τον εαυτό τους, εκείνες που δεν έζησαν «ακόμα» και δε θα ζήσουν ποτέ, γιατί δεν μετουσιώθηκαν, δεν πλησίασαν, δε μοιράστηκαν τη δίνη της αβύσσου με άλλες ψυχές αλλά προτίμησαν τη μοναξιά της εξουσίας.
Ο «Άπειρος Ληξίαρχος» όμως καραδοκεί και φωτίζει τα ονόματά μας , όσο κι αν απομακρυνθούμε, όσο κι αν προσπαθήσουμε να κρυφτούμε πίσω από φωνές και γέλια. Μας θυμίζει ο ποιητής ότι ο χρόνος, οι εποχές και η άβυσσος κοιτούν πάντα κατάματα τον άνθρωπο σαν αναπόδραστη μοίρα, σαν αέναο φυσικό φαινόμενο, γήινα και αστρικά μαζί.
Στο ΙΙΙ μέρος οι λέξεις «υφαίνουν» το ξηλωμένο στρίφωμα του χρόνου, εκεί όπου το «είναι» έχει κουρελιαστεί και η «ψυχή αποκαμωμένη» αναζητά «δέντρο ζωής», ήλιο, νερό και ίχνος… Και ξανά εδώ ξεπροβάλει ο Έρωτας που τοξεύει και ψάχνει της νιότης το άρωμα για να οδηγηθεί στην Αθανασία. Συνειρμικά στο σημείο αυτό ο ποιητής μας φέρνει στο νου το σύμπλεγμα του Έρωτα και της Ψυχής, όπως αποτυπώθηκε από τη σμίλη του αρχαίου Έλληνα γλύπτη. Πάντα μαζί απεικονίζεται ο έρωτας και η ψυχή γιατί δε νιώθουν το φόβο του θανάτου αλλά τη γλύκα της Αθανασίας , πορεύονται στο «Φως»!
Στο σημείο αυτό θα ήθελα σαν σας διαβάσω από τη σελ. 48 «Τα Παιδιά». Συνειρμικά μου θύμισε το ποίημα του Ν.Βρεττάκου «Τα δεκατέσσερα παιδιά» , τα παιδιά απ΄ το Καλέντζι, τα παιδιά της εργατιάς, τα παιδιά των ανέργων, των προσφύγων, τα παιδιά τα δικά μας! Αυτά τα παιδιά που κάθε δάσκαλος παίρνει στα χέρια του και τα κουβαλά στην ψυχή του. Δεν είναι ένα απλό πέρασμα από την τάξη η διδασκαλία. Είναι κατάθεση ψυχής, όπου οι «μύχιες παύσεις» του δασκάλου μπαίνουν στην τράπεζα της Αλήθειας. Μια Αλήθεια που έχει αποταμιεύσει και θέλει να καταθέσει στους μαθητές του για να ζωντανέψει ελπίδες και όνειρα, που στέκονται γαντζωμένα από σιδερογροθιές και πρέπει να «δραπετεύσουν» , να μην στραγγαλιστούν. Ένας τέτοιος δάσκαλος,- και είναι πολλοί αυτοί, να είστε βέβαιοι-νιώθει πάθος για την Αλήθεια και θέλει να ανοίξει «ένα παράθυρο αντίκρυ», ανοιχτό στο «Φως» ! όπως πολύ όμορφα αναφέρει ο Τριαντάφυλλος.
Στο IV (τέταρτο)μέρος και τελευταίο με το ποίημα « Η Αίθουσα» επισφραγίζεται το ψυχικό αδιέξοδο που βιώνει πολλές φορές ο δάσκαλος καθώς ο χρόνος μοιάζει «ατελεύτητος και ακίνητος». Πολλές φορές η πόρτα της επικοινωνίας και της «κοινωνίας» όλο και μικραίνει μπροστά στο «γαλάζιο του ουρανού», στην αυτοπραγμάτωση και στην αυτοδικαίωση δηλαδή που επιθυμεί κάθε δάσκαλος, κάθε παιδαγωγός, μπροστά στα ανυπέρβλητα εμπόδια της καθημερινότητας. Εμπόδια οικονομικά, κοινωνικά, οικογενειακά, ενός δρόμου δύσκολου, «δύσβατου» , «γεμισμένου με στάλες αίμα» από μόχθο και όνειρα ενός δασκάλου, ενός πρεσβευτή της Αλήθειας του κόσμου τούτου!
Πόσο μόνος νιώθει πράγματι ένας δάσκαλος σήμερα! Οι καιροί είναι «άφωνοι» τα σώματα «γκρίζα γελαστά», που ποτέ δεν έζησαν και θρηνούν κάτω από «τα ολάνθιστα δέντρα την ανυπαρξία τους». Και πάλι όμως θα προτρέψει ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης, της «Ζωής ο τρόπος» είναι ο Έρωτας, αυτός που υπερβαίνει τη ζωή και αγγίζει «τον παράδεισο». Έτσι κι αλλιώς της εσχατιάς το μονοπάτι και ο Μεγάλος Ύπνος του θανάτου είναι μονόδρομος. Μια θλιβερή διαπίστωση του ανθρώπου, που πονά αλλά αποζητά πάντα «το Μεγάλο Ωκεανό». Μοιάζει με τη χαρμολύπη του Πάσχα θα λέγαμε!
Η ελπίδα μέσα από τη θλίψη, η ζωή μέσα από το θάνατο, η αλήθεια μέσα από το όνειρο. Αυτός είναι ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης!

Ευχαριστούμε Τριαντάφυλλε για τις όμορφες στιγμές ψυχικής ανάτασης και γλυκιάς νοσταλγίας του ασήμαντου και του σημαντικού που μας χάρισες. Καλοτάξιδα τα όνειρά σου, με πανιά τον Έρωτα, την Επανάσταση και την Ορθοδοξία. Ούριο άνεμο να έχουν πάντα στην αόριστη συνέχεια του κόσμου….